Περιγραφή Αρχαιολογικού Μουσείου Δράμας




Tο κτίριο του αρχαιο­λογικού Μουσείου της Δράμας κτίστηκε από το Δήμο της Δράμας και παραχωρήθηκε στο Υπουρ­γείο Πολιτισμού. Μ' αυτόν τον τρόπο η τοπική κοινωνία της Δράμας επέσπευσε τις διαδικασίες για την ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου στην πρωτεύουσα του ακριτικού Νομού. Το μουσειακό κτίριο είναι ακόμη μικρό αλλά σηματοδοτεί την αρχή της πορεί­ας για τη συστηματοποίηση της αρχαιολογικής έρευνας και την προβολή της πολιτιστι­κής φυσιογνωμίας της περιοχής.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα καταγράφουν την πολιτιστική ιστορία της Δράμας και της περιοχής της από τους νομάδες κυνηγούς της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (50.000 π.Χ.), ως τους πρώτους γεωργούς και κτηνοτρόφους των Νεολιθικών Κοινο­τήτων (5.500-3.000 π.Χ.) και από τις πρώτες πατριαρχικές Κοινωνίες της Εποχής του Χαλκού (3.000-1.050 π.Χ.) ως τα ισχυρά γένη της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (1.050-700 π.Χ.). Τα πολεμικά θρακικά φύλα τα οποία κατά τη φιλολογική παράδοση κατοικούσαν στους ιστορικούς χρόνους στην ενδοχώρα της Δράμας, έχουν την κατα­γωγή τους στους πολεμιστές με τα σιδερένια ξίφη που η ανασκαφική έρευνα αποκάλυ­ψε στους ταφικούς τύμβους της βιομηχανικής ζώνης Δράμας.
Από τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα με την ίδρυση των αποικιών των νοτιοελλαδικών πόλεων στη Θάσο και στα παράλια της Μακεδονίας, αρχίζει η διείσδυση του ελληνικού κόσμου στην ενδοχώρα του σημερινού νομού Δράμας. Η Θάσος και οι αποικίες της στα παράλια ανάμεσα στο Στρυμόνα και στο Νέστο άνοιξαν τους δρόμους των εμπορικών συναλλαγών και της πολιτιστικής επικοινωνίας του εσωτερικού της Θράκης με τις ελ­ληνικές πόλεις-κρατη των παραλίων. Τους Θάσιους ακολούθησαν οι Αθηναίοι και αρ­γότερα οι Μακεδόνες και οι Ρωμαίοι, ενισχύοντας όλο και περισσότερο την πορεία της περιοχής προς την αστικοποίηση. Το Παγγαίο έριξε τη σκιά του στην πεδιάδα της Δρά­μας και σφράγισε την ιστορία και τον πολιτισμό της ως πηγή πλούτου με τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου και ως ιερό βουνό του Διόνυσου. Η λατρεία του Διόνυσου υπήρ­ξε κοινό σημείο αναφοράς Ελλήνων και Θρακών, όπως βεβαιώνουν τα αναθήματα από το ιερό του θεού στον αρχαίο οικισμό της Δράμας.
Για την ιστορία της περιοχής στους Αρχαϊκούς και Κλασικούς Χρόνους ελάχιστες εί­ναι οι φιλολογικές πληροφορίες, ελάχιστα και τα ανασκαφικά ευρήματα, αφού δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη ανασκαφές μεγάλης κλίμακας. Ισχυρά ωστόσο θρακικά βασί­λεια ή αυτόνομες πόλεις-κράτη φαίνεται ότι δεν είχαν αναπτυχθεί. Στο σύνολο της η πε­διάδα της Δράμας και οι γύρω ημιορεινές περιοχές πέρασαν στην ιστορία ως περιφέρεια αρχικά του μακεδόνικου βασιλείου και στη συνέχεια της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακε­δονίας με κύριο αστικό κέντρο ιους Φιλίππους.
Οι Φίλιπποι παραμένουν το διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο και στους Παλαιο­χριστιανικούς Χρόνους (4ος-6ος π.Χ. αιώνας), όταν η Δράμα αποτελεί επαρχία της επι­σκοπής των Φιλίππων.
Μόνο μετά τη διάλυση του αρχαίου κόσμου στον 7ο π.Χ. αιώνα και την παρακμή των Φιλίππων η περιοχή διαμορφώνει το δικό της αστικό κέντρο. Στους Πρώιμους Βυ­ζαντινούς Χρόνους εμφανίζεται το πολίχνιον ή το κάστρον της Δράμας στο οποίο είναι εγκατεστημένος στρατιωτικός διοικητής που ελέγχει την περιοχή. Στους Ύστερους Βυ­ζαντινούς Χρόνους το κάστρο της Δράμας με τη γύρω του περιοχή, ύστερα από αλλε­πάλληλες κατακτήσεις του από τους Λατίνους, τους Βυζαντινούς και τους Βουλγάρους, παρέμεινε Βυζαντινό από τα μέσα του 13ου αιώνα ως την κατάκτηση του από τους Σέρ­βους στα μέσα του 14ου αιώνα. Στα 1371 επανακτήθηκε από το Βυζαντινό αυτοκράτο­ρα Μανουήλ Β' Παλαιολόγο και υπήρξε διοικητικό κέντρο και έδρα αρχιεπισκοπής ως τα 1383 οπότε κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Δράμα ενισχυμένη και με Τούρκους εποίκους από τη Μ. Ασία παρέμεινε το κύριο αστικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής σε άμεση διοικητική και πολιτιστική εξάρτηση από την Κωνσταντινούπολη, πρωτεύ­ουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και έδρα του Οικουμενικού Πατριαρ­χείου. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες της Δράμας όπως και όλος ο υπόδου­λος ελληνισμός συσπειρώθηκαν γύρω από το Πατριαρχείο για να προστα­τεύσουν τα δικαιώματα τους και να οργανώσουν την εθνική τους άμυνα μέσα από την παιδεία.
Η οικονομική ακμή της πόλης της Δράμας, η οποία στον 17ο και 18ο αιώνα στηρίχθηκε στις καλλιέρ­γειες του ρυζιού και του βαμβακιού, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στο 19ο αι­ώνα με την καλλιέργεια και την εμπο­ρία του καπνού. Στο 19ο αιώνα το κα-πνεμπόριο άνοιξε τους δρόμους επι­κοινωνίας με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και έφερε την οικονομική και πολιτιστική ακμή στη Δράμα και στα αστικά κέντρα που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτήν.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η περιο­χή βρέθηκε στο επίκεντρο των συ­γκρούσεων που προκάλεσε ο επεκτα­τισμός του νεοσύστατου βουλγαρικού κράτους προς τη Μακεδονία και πλή­ρωσε το δικό της τίμημα με τη συμμε­τοχή της στο Μακεδόνικο αγώνα και στους Βαλκανικούς Πολέμους. Στις αρχές του 20ού αιώνα με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1913) η Δρά­μα και η περιοχή της εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος.



Προϊστορικοί Χρόνοι (50,000 – 700 π.Χ.)




Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης ιιαρουσίας στην περιοχή του ση­μερινού νομού Αράμας ανππροσωπεύουν τα ευρήματα που έφερε στο φως ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο των πηγών του Αγγίτη, όπου εντοπίστηκε εγκατάσταση παλαιολιθικών κυνηγών. Γα ευ­ρήματα είναι οστά ζώων και λίθινα εργαλεία που χρονολογούνται στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (Μουστέρια περίοδος, 50.000 χρόνια από σήμερα).
Γύρω στα μέσα της 6ης π.Χ. χιλιετίας εμφανίζονται οι πρώτοι νεολιθικοί γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Ένας μεγάλος αριθμός οικισμών της Μέσης και Νεότερης Νεολιθικής Εποχής μαρτυρεί την πληθυσμιακή άνθηση της λεκάνης της Δράμας από τα μέσα της 6ης έως τα τέ­λη της 4ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ανασκαφικές έρευνες στους προϊστορικούς οικισμούς των Σι-ταγρών και του Αρκαδικού έδωσαν ευρήματα σημαντικά. Εργαλεία, κοσμήματα, αγγεία με προηγμένη τεχνολογία όπτησης και διακόσμησης αντιπροσωπεύουν τις πρώτες τεχνολογικές κατακτήσεις του νεολιθικού ανθρώπου και τις πολιτιστικές τους σχέσεις με τις γειτονικές πε­ριοχές. Τα ευρήματα περιγράφουν την κατοικία και τις δραστηριότητες του νεολιθικού αν­θρώπου που συνδέονται με την παραγωγή και την αποθήκευση τροφής, την ύφανση, την κα-λαθοπλεκτική, καθώς και την προσπάθεια του να προβάλει το ατομικό του πρόσωπο και να επικοινωνήσει με τις δυνάμεις της φύσης μέσα από τα ειδώλια και τα τελετουργικά αγγεία. Στα τέλη της νεολιθικής εποχής στον προϊστορικό οικισμό των Σιταγρών έχουμε και τα πρώ­τα δείγματα μεταλλουργίας.
Από τον οικισμό των Σιταγρών προέρ­χονται επίσης τα ευρήματα που αντιπροσω­πεύουν την πολιτιστική εικόνα της περιοχής στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού 3.000-2.000 π.Χ., περίοδο μεγάλης πολιτιστικής αλλαγής για όλον τον ευρωπαϊκό χώρο. Την εποχή αυτή η περιοχή της Δράμας, όπως φαίνεται από τα αγγεία, αναπτύσσει πολιτι­στικές σχέσεις με την Κεντρική Ευρώπη και το Βορειοανατολικό Αιγαίο. Στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού τα ευρήματα από τους ταφικούς τύμβους των Ποταμών και της Εξοχής μαρτυρούν επικοινωνία της περιοχής με τα ηπειρωτικά Βαλκάνια και την Κεντρική Μακεδονία, ενώ τα τοπικά μυκηναϊκά αγγεία αποτελούν τα πρώτα δείγ­ματα επαφών με τον μυκηναϊκό κόσμο. Αγ­γεία, όπλα, εργαλεία και κοσμήματα από τους τάφους της βιομηχανικής ζώνης της Δράμας αποδίδουν την πολιτιστική εικόνα της περιοχής στην Πρώιμη Εποχή του Σι­δήρου (1.050-700 π.Χ.).




Αρχαίοι Χρόνοι (700 π.Χ. – 324 μ.Χ.)




Αγγεία τροχήλατα με διακόσμηση πρωτο­γεωμετρικού τύπου αποτελούν τα αρχαιότερα μέχρι στιγμής δείγματα επαφών της περιοχής με τις πόλεις των παραλίων της Μακεδονίας, θασιακές ως επί το πλείστον αποικίες. Από τα τέλη του 6ου και τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα εμφανίζεται αττική κεραμική και άλλα επείσα-κτα αντικείμενα, όπως το κορινθιακό κράνος από τον οικισμό στο Καλαμπόκι. Η μαρμάρινη προτομή του Διόνυσου από το Ιερό του Διόνυ­σου στον αρχαίο οικισμό της Δράμας, αποτελεί το αρχαιότερο δείγμα λατρείας του θεού στην ενδοχώρα του Παγγαίου.
Οι Ύστεροι Κλασικοί και Ελληνιστικοί Χρόνοι αντιπροσωπεύονται με περισσότερα ευ­ρήματα. Το μνημειακό κτίριο στην Καλή Βρύ­ση, τα αναθήματα από το Ιερό του Διόνυσου και ο μακεδόνικος τάφος στον αρχαίο οικισμό της Δράμας, τα ταφικά ευρήματα στις νεκρο­πόλεις της ενδοχώρας μαρτυρούν οικονομική και πολιτιστική άνθηση. Ο θησαυρός των 860 αργυρών νομισμάτων από τους Ποταμούς βε­βαιώνει πως με την ένταξη της περιοχής στο Βασίλειο της Μακεδονίας το νέο "σκληρό" νό­μισμα του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β' αρ­χίζει να εκτοπίζει τα παλαιά νομίσματα της Θά­σου και των αποικιών της. Σύνολα νομισμά­των, "θησαυροί", εναποθέτονται συχνά ως κτε­ρίσματα στους τάφους μέσα σε αγγεία, τοπικών ως επί το πλείστον εργαστηρίων.
Ο σταδιοδείκτης από τον αρχαίο οικισμό στο Καλαμπόκι αποτελεί δείγμα των έργων οδοποιίας που πραγματοποιήθηκαν στην επο­χή των Μακεδόνων. Ο μιλιοδείκτης της Εγνα­τίας οδού από την ίδια περιοχή βεβαιώνει πως η μεγάλη ρωμαϊκή οδός, ακολούθησε το οδικό δίκτυο των Μακεδόνων στην πορεία της από την Αμφίπολη στους Φιλίππους.
Στους Ρωμαϊκούς Χρόνους το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού νομού Δράμας ανήκει στην αγροτική περιοχή, στη χώρα, της ρωμαϊ­κής αποικίας των Φιλίππων. Τα ευρήματα περι­γράφουν τη συνύπαρξη του ελληνικού και του ρωμαϊκού κόσμου μέσα στα οποία εντάσσονται και αφομοιώνονται τα τοπικά θρακικά φόλα. Το χάλκινο αγαλμάτιο του Δία από τη Μαρμα-ριά, αποδίδει στους Ρωμαϊκούς Χρόνους αγαλ-ματικό τύπο Δία των Πρώιμων Κλασικών Χρό­νων, γνωστό σ' όλον τον ελληνικό κόσμο.
Η επιτύμβια στήλη που βρέθηκε στην πε­ριοχή της Γραμμένης περιγράφει τη λαμπρή στρατιωτική καριέρα του Τιβέριου Κλαύδιου Μάξιμου, του Ρωμαίου λεγεωνάριου που πο­λεμώντας δίπλα στον Τραϊανό στο Δακικό πό­λεμο συνέλαβε και αποκεφάλισε τον τελευταίο βασιλιά της Δακίας Δεκάβαλο.



Παλαιοχριστιανικοί και Βυζαντινοί Χρόνοι
(324 μ.Χ. – 1383 μ.Χ.) 



Αρχιτεκτονικά γλυπτά μαρτυρούν την ποιότητα της τέχνης που άνθισε στην εν­δοχώρα της Δράμας, στον 5ο και 6ο μ.Χ. aia'ivu κάτω αιιό την καλλιτεχνική επίδρα­ση που ασκούσε στην περιοχή η πόλη των Φιλίππων. Κεραμική και νομίσματα βε­βαιώνουν τη συνέχεια της ζωής του πα­λαιοχριστιανικού οικισμού της Λράμας από τους I Ιαλαιοχρισαανικούς ως τους Ύστερους Βυζαντινούς Χρόνους. Ανασκαφικά ευρήματα από ιην πεδιάδα ων Φιλίππων και από τις ορεινές περιοχές παρέχουν πληροφορίες για το επίπεδο της ζωής σης αγροικίες των Φιλίππων αλλά και στις οχυρές ακροπόλεις.
Λιγοστά και διάσπαρτα είναι ια βυζαντινά μνημεία, θωράκιο τέμπλου από την περιοχή ίων Σιταγρών του Που kui 12ου αιώνα και μεοοβυζανιινός πεσίσκος από την Καλλίφυτο μαρτυρούν την ύπαρξη βυζαντινών ναών στις περιοχές αυτές. Σιο σημαντικότερο μοναστη­ριακό κέντρο της μητρόπολης Λράμας, στη Μονή της Εικοσιφοίνισσας ανήκε το μοναστη­ριακό συγκρότημα ιου Αγίου Γεωργίου Λιασωρίτου, το οποίο ανακάλυψε ανασκαφική έρευ­να στην περιοχή I Ιαλαιοχωρίου. Από τα ευρήματα της αναοκαφής ιδιαίτερο ενδιαφέρον πα­ρουσιάζει το ηλιακό πέτρινο ρολόι με εγχάρακτες τις ώρες και τη χρονολογτ'α 1069.

Από τη βυζαντινή πόλη της Λράμας έχουν σωθεί τα βυζανιινά τείχη οτα οποία διακρίνονται δύο κύριες φάσεις των I Ιαλαιοχριοιιανικών και των Βυζαντινών Χρόνων, ο ναός της Αγίας Σο­φίας, ο αρχιτεκτονικός τύπος του οποίου ανάγε­ται στο 10ο αιώνα, ο μικρός ιιαλαιολόγειος ναός των Ταξιαρχών, πολύτιμη μαριυρία για ιην αρ­χιτεκτονική και τη ζωγραφική στη Δράμα των Βυζαντινών Χρόνων. Τμήμα βυζαντινού λου­τρώνα του 11 ου - 12ου αιώνα ανασκάφτηκε στις πηγές της Αγίας Βαρβάρας. Στην επισκευή των τειχών αναφέρεται η επιγραφή του υπέρθυρου πύλης η οποία χρονολογείται στον 1 Οο - 11ο αιώνα και κατά μία άλλη εκδοχή στον 9ο αιώνα. Από βυζαντινό ναό του 12ου - 13ου αιώνα προέρχεται το μαρμάρινο ανάγλυφο προοκυνη ιάρι που είχε χρησιμοποιηθεί ως φεγγίτης στο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου. Αγγεία, νομίσματα, κοσμήματα αιιό ανασκαφές στην πόλη της Δράμας και σε άλλες βυζαντινές θέσεις, όπως του Ξηροποτάμου ή της Αδριανής, περι­γράφουν τη δημόσια και ιδιωτική ζωή οτους βυζαντινούς χρόνους. Ιδιαίιερο ενδιαφέρον εμ­φανίζουν δύο θησαυροί νομισμάτων που βρέθηκαν στη Δράμα και στο Βώλακα και περιέ­χουν χάλκινα και χρυσά σκυψωτά νομίσματα του 12ου και του 13ου αιώνα.

 



Νεότεροι Χρόνοι (1383 – 1913)





Μαρμάρινο λιθανάγλυφο από τη δυτική εί­σοδο του χρονολογημένου στη δεκαετία 1870-1880 ναού του Αγίου Γεωργίου του Κριθαρά το­ποθετημένο στην είσοδο της αίθουσας των Νεο­τέρων Χρόνων, ζωγραφισμένη οροφή από οικία της Δράμας χρονολογημένη στα 1860 στην ορο­φή του ίδιου χώρου, μεταβυζαντινή εικόνα Δέη­σης, διακοσμητικό ανάγλυφο και θησαυροί με νομίσματα οθωμανικής αυτοκρατορίας και ευ­ρωπαϊκών κρατών, αποτελούν το πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται φωτογραφική έκθεση που αναφέρεται στα μνημεία και στην ιστορία της Δράμας και της περιοχής της από την αρχή της Τουρκοκρατίας ως την Απελευθέρωση στα 1913.
Η φωτογραφική έκθεση οργανώνεται σε ενότητες που αναφέρονται στην πόλη της Δρά­μας, στα εκτός Δράμας αστικά κέντρα και στους ορεινούς οικισμούς από την αρχή της τουρκο­κρατίας ως τα μέσα του 19ου αιώνα και στα μνημεία του β' μισού του 19ου αιώνα στη Δρά­μα και στην περιοχή της.



Αίθριο



Στο στεγασμένο αίθριο του Μουσείου έχουν εκτεθεί γλυπτά οργανωμένα σε τρεις ενότητες: Η πρώτη περι­λαμβάνει αρχιτεκτονικά γλυπτά που χρονολογούνται στην Εποχή της Τουρκοκρατίας, στους Βυζαντινούς, στους Παλαιοχριστιανικούς και στους Αρχαίους Χρό­νους. Στη δεύτερη ανήκουν αναθηματικά μνημεία που συνδέονται με τη λατρεία διαφόρων θεών του ελληνο­ρωμαϊκού πανθέου και τοπικών θεοτήτων. Ιδιαίτερη ομάδα αποτελούν τα αναθηματικά μνημεία στο Διόνυ­σο. Αναθηματικές επιγραφές από το Ιερό του Διόνυσου στη Δράμα βεβαιώνουν τη συνέχεια της ζωής του ιερού στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Θραύσμα αμφίγραφης στήλης που βρέθηκε εντοιχισμένο σε οικία της Δράμας διασώζει στρατολογιό διάγραμμα του Φιλίππου Ε'. Πρόκειται για ένα σημαντικό ιστορικό κείμενο που ανα­φέρεται στα έκτακτα μέτρα στρατολόγησης που εφάρ­μοσε ο Φίλιππος Ε' λίγο πριν από την αναμέτρηση του με τους Ρωμαίους στη μάχη στις Κυ-νός Κεφαλές στα 197 π.Χ. Στην ίδια ενότητα εντάσσονται πορτρέτα και τιμητικά μνημεία που αντιπροσωπεύουν τη ρωμαϊκή παρουσία στην περιοχή. Την τρίτη ενότητα αποτελούν επι­τύμβια μνημεία Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών Χρόνων που προέρχονται από τις νεκροπόλεις του αρχαίου οικισμού της Δράμας και των άλλων οικισμών και κωμών της γύρω περιοχής.
Αγάλματα, ανάγλυφα, αρχιτεκτονικά γλυπτά αποτελούν δείγματα της τέχνης που άνθισε στην αγροτική περιοχή της πεδιάδας της Δράμας με χαρακτηριστικά λαϊκότροπα αλλά και με σαφείς επιδράσεις της τέχνης των μεγάλων αστικών κέντρων